- περιέσπα
- περϊέσπᾱ , περισπάωdraw off from aroundimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιεσπάσθην — περϊεσπά̱σθην , περισπάω draw off from around imperf ind mp 3rd dual περϊεσπάσθην , περισπάω draw off from around plup ind mp 3rd dual περϊεσπάσθην , περισπάω draw off from around aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) περϊεσπάσθην , περισπάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… … Dictionary of Greek